- προσκρεμάννυμι
- Α·1. κρεμώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο ή από κάτι άλλο («ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῑς στελέχεσι», Γεωπ.)2. κρεμιέμαι, εξαρτώμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek